Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυκλευτής — κυκλευτής, ὁ (AM) [κυκλεύω] περιπλανώμενος μοναχός αρχ. αυτός που επέβλεπε την κανονική λειτουργία τού νερόμυλου … Dictionary of Greek
κυκλευτῶν — κυκλευτής tender of waterwheel masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)